Definify.com

Definition 2024


στοιχειωτικός

στοιχειωτικός

Ancient Greek

Adjective

στοιχειωτῐκός (stoikheiōtikós) m (feminine στοιχειωτῐκή, neuter στοιχειωτῐκόν); first/second declension

  1. elementary
  2. magical
    • Byz.

Declension

References