Definify.com
Definition 2024
στοιχειωτικός
στοιχειωτικός
Ancient Greek
Adjective
στοιχειωτῐκός • (stoikheiōtikós) m (feminine στοιχειωτῐκή, neuter στοιχειωτῐκόν); first/second declension
- elementary
- Clem., Al. 673
- Clem., Al. 771
- magical
- Byz.
-
Declension
Declension of στοιχειωτῐκός; στοιχειωτῐκή; στοιχειωτῐκόν
Number | Singular | Dual | Plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | ||||
Nominative | στοιχειωτῐκός | στοιχειωτῐκή | στοιχειωτῐκόν | στοιχειωτῐκώ | στοιχειωτῐκᾱ́ | στοιχειωτῐκώ | στοιχειωτῐκοί | στοιχειωτῐκαί | στοιχειωτῐκᾰ́ | ||||
Genitive | στοιχειωτῐκοῦ | στοιχειωτῐκῆς | στοιχειωτῐκοῦ | στοιχειωτῐκοῖν | στοιχειωτῐκαῖν | στοιχειωτῐκοῖν | στοιχειωτῐκῶν | στοιχειωτῐκῶν | στοιχειωτῐκῶν | ||||
Dative | στοιχειωτῐκῷ | στοιχειωτῐκῇ | στοιχειωτῐκῷ | στοιχειωτῐκοῖν | στοιχειωτῐκαῖν | στοιχειωτῐκοῖν | στοιχειωτῐκοῖς | στοιχειωτῐκαῖς | στοιχειωτῐκοῖς | ||||
Accusative | στοιχειωτῐκόν | στοιχειωτῐκήν | στοιχειωτῐκόν | στοιχειωτῐκώ | στοιχειωτῐκᾱ́ | στοιχειωτῐκώ | στοιχειωτῐκούς | στοιχειωτῐκᾱ́ς | στοιχειωτῐκᾰ́ | ||||
Vocative | στοιχειωτῐκέ | στοιχειωτῐκή | στοιχειωτῐκόν | στοιχειωτῐκώ | στοιχειωτῐκᾱ́ | στοιχειωτῐκώ | στοιχειωτῐκοί | στοιχειωτῐκαί | στοιχειωτῐκᾰ́ | ||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | ||||||||||
στοιχειωτῐκῶς | στοιχειωτῐκώτερος | στοιχειωτῐκώτᾰτος | |||||||||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For declension in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal declension. |
References
- στοιχειωτικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «στοιχειωτικός» on page 1,433/1 of Liddell & Scott’s Greek–English Lexicon (8th ed., 1897), Oxford: At the Clarendon Press