Definify.com
Definition 2024
στοιχειολάτρης
στοιχειολάτρης
Ancient Greek
Noun
στοιχειολᾰ́τρης • (stoikheiolátrēs) m (genitive στοιχειολᾰ́τρου); first declension
- a worshipper of the elements
- Athanas.
-
Declension
Case / # | Singular | Dual | Plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Nominative | ὁ στοιχειολᾰ́τρης | τὼ στοιχειολᾰ́τρᾱ | οἱ στοιχειολᾰ́τραι | ||||||||||
Genitive | τοῦ στοιχειολᾰ́τρου | τοῖν στοιχειολᾰ́τραιν | τῶν στοιχειολᾰτρῶν | ||||||||||
Dative | τῷ στοιχειολᾰ́τρῃ | τοῖν στοιχειολᾰ́τραιν | τοῖς στοιχειολᾰ́τραις | ||||||||||
Accusative | τὸν στοιχειολᾰ́τρην | τὼ στοιχειολᾰ́τρᾱ | τοὺς στοιχειολᾰ́τρᾱς | ||||||||||
Vocative | στοιχειολᾰ́τρης | στοιχειολᾰ́τρᾱ | στοιχειολᾰ́τραι | ||||||||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For declension in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal declension. |
References
- «στοιχειο-λάτρης» on page 1,432/2 of Liddell & Scott’s Greek–English Lexicon (8th ed., 1897), Oxford: At the Clarendon Press