Definify.com
Definition 2024
στοιχειολογίαν
στοιχειολογίαν
Greek
Noun
στοιχειολογίαν • (stoicheiologían) f
- (Katharevousa) Accusative singular form of στοιχειολογία (stoicheiología).
- For usage examples of this term, see Citations:στοιχειολογίαν.