Definify.com
Definition 2025
στοιχειολογία
στοιχειολογία
Greek
Noun
στοιχειολογία • (stoicheiología) f (uncountable)
- (logic) stoichiology
- 1977, Giannis Karas, Θεόφιλος Καΐρης, Κωνσταντῖνος Μ. Κούμας· Δυὸ πρωτοπόροι δάσκαλοι τοῦ Γένους, §. ΝΘʹ., 97:
- Καὶ τοιαύτην μὲν ἐξέτασιν ἐν γένει ποιῶν τὴν φυσικὴν καλουμένην κυρίως συνεστήσατο· τὰ διάφορα δὲ στοιχεῖα ἐξ ὧν τὰ σώματα σύγκεινται θεωρῶν, εἰς τὴν καλουμένην χυμείαν, εἰ τε στοιχειακὴν, ἢ στοιχειολογίαν ἀρχὴν ἔδωκεν!
- For more examples of usage of this term, see Citations:στοιχειολογία.
- 1977, Giannis Karas, Θεόφιλος Καΐρης, Κωνσταντῖνος Μ. Κούμας· Δυὸ πρωτοπόροι δάσκαλοι τοῦ Γένους, §. ΝΘʹ., 97:
Declension
Declension of στοιχειολογία (stoicheiología)
| singular | ||
|---|---|---|
| nominative | στοιχειολογία | |
| genitive | στοιχειολογίας | |
| accusative | στοιχειολογία | |
| vocative | στοιχειολογία | |
| There is a Katharevousa accusative form στοιχειολογίαν. | ||