Definify.com
Definition 2024
στοιχειομετρία
στοιχειομετρία
Greek
Noun
στοιχειομετρία • (stoicheiometría) f (uncountable)
Declension
Declension of στοιχειομετρία (stoicheiometría)
singular | |
---|---|
nominative | στοιχειομετρία |
genitive | στοιχειομετρίας |
accusative | στοιχειομετρία |
vocative | στοιχειομετρία |