Definify.com
Definition 2024
στρατηγική
στρατηγική
Greek
Noun
στρατηγική • (stratigikí) f (plural στρατηγικές)
Declension
declension of στρατηγική
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στρατηγική | στρατηγικές |
genitive | στρατηγικής | στρατηγικών |
accusative | στρατηγική | στρατηγικές |
vocative | στρατηγική | στρατηγικές |
Synonyms
- τακτική (taktikí, “f”) (in a military context)
Related terms
- στρατηγικός (stratigikós, “strategic”)
- στρατηγία f (stratigía, “generalship”)
- στρατηγείο n (stratigeío, “headquarters”)
- στρατήγημα n (stratígima, “stratagem”)
- στρατηγός m (stratigós, “general”)
External links
- στρατηγική on the Greek Wikipedia.Wikipedia el