Definify.com
Definition 2024
στρεπτόκοκκος
στρεπτόκοκκος
Greek
Noun
στρεπτόκοκκος • (streptókokkos) m (plural στρεπτόκοκκοι)
Declension
declension of στρεπτόκοκκος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στρεπτόκοκκος | στρεπτόκοκκοι |
genitive | στρεπτόκοκκου | στρεπτόκοκκων |
accusative | στρεπτόκοκκο | στρεπτόκοκκους |
vocative | στρεπτόκοκκε | στρεπτόκοκκοι |
Related terms
- στρεπτοκοκκικός (streptokokkikós, “steptococcal”)
External links
- στρεπτόκοκκος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el