Definify.com
Definition 2025
στρεπτοκοκκικός
στρεπτοκοκκικός
Greek
Adjective
στρεπτοκοκκικός • (streptokokkikós) m (feminine στρεπτοκοκκική, neuter στρεπτοκοκκικό)
Declension
positive forms of στρεπτοκοκκικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | στρεπτοκοκκικός | στρεπτοκοκκική | στρεπτοκοκκικό | στρεπτοκοκκικοί | στρεπτοκοκκικές | στρεπτοκοκκικά |
| genitive | στρεπτοκοκκικού | στρεπτοκοκκικής | στρεπτοκοκκικού | στρεπτοκοκκικών | στρεπτοκοκκικών | στρεπτοκοκκικών |
| accusative | στρεπτοκοκκικό | στρεπτοκοκκική | στρεπτοκοκκικό | στρεπτοκοκκικούς | στρεπτοκοκκικές | στρεπτοκοκκικά |
| vocative | στρεπτοκοκκικέ | στρεπτοκοκκική | στρεπτοκοκκικό | στρεπτοκοκκικοί | στρεπτοκοκκικές | στρεπτοκοκκικά |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο στρεπτοκοκκικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στρεπτοκοκκικός, etc.) |
|||||
Related terms
- στρεπτόκοκκος m (streptókokkos, “streptococcus”)