Definify.com
Definition 2024
στρεπτοκοκκικός
στρεπτοκοκκικός
Greek
Adjective
στρεπτοκοκκικός • (streptokokkikós) m (feminine στρεπτοκοκκική, neuter στρεπτοκοκκικό)
Declension
positive forms of στρεπτοκοκκικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | στρεπτοκοκκικός | στρεπτοκοκκική | στρεπτοκοκκικό | στρεπτοκοκκικοί | στρεπτοκοκκικές | στρεπτοκοκκικά |
genitive | στρεπτοκοκκικού | στρεπτοκοκκικής | στρεπτοκοκκικού | στρεπτοκοκκικών | στρεπτοκοκκικών | στρεπτοκοκκικών |
accusative | στρεπτοκοκκικό | στρεπτοκοκκική | στρεπτοκοκκικό | στρεπτοκοκκικούς | στρεπτοκοκκικές | στρεπτοκοκκικά |
vocative | στρεπτοκοκκικέ | στρεπτοκοκκική | στρεπτοκοκκικό | στρεπτοκοκκικοί | στρεπτοκοκκικές | στρεπτοκοκκικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο στρεπτοκοκκικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στρεπτοκοκκικός, etc.) |
Related terms
- στρεπτόκοκκος m (streptókokkos, “streptococcus”)