Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
στρουθοκάμηλο
στρουθοκάμηλο
Greek
Noun
στρουθοκάμηλο
•
(
strouthokámilo
)
m
Accusative
singular
form of
στρουθοκάμηλος
(
strouthokámilos
)
.
Similar Results