Definify.com
Definition 2024
στρουθοκάμηλος
στρουθοκάμηλος
Greek
Noun
στρουθοκάμηλος • (strouthokámilos) f (plural στρουθοκάμηλοι)
- (ornithology) ostrich, Struthio camelus.
Declension
declension of στρουθοκάμηλος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στρουθοκάμηλος | στρουθοκάμηλοι |
genitive | στρουθοκαμήλου | στρουθοκαμήλων |
accusative | στρουθοκάμηλο | στρουθοκαμήλους |
vocative | στρουθοκάμηλε | στρουθοκάμηλοι |
Related terms
- στρουθοκαμηλίζω (strouthokamilízo)
- στρουθοκαμηλισμός m (strouthokamilismós)
- στρουθοκαμηλικός (strouthokamilikós) (adjective)
External links
- στρουθοκάμηλος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el