Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
στυλό_διαρκείας
στυλό διαρκείας
Greek
Noun
στυλό
διαρκείας
•
(
styló diarkeías
)
n
ballpoint pen
,
ballpoint
,
biro
Etymology
From
στυλό
(“pen”)
+
διάρκεια
(“duration”)
Similar Results