Definify.com
Definition 2024
διάρκεια
διάρκεια
Greek
Noun
διάρκεια • (diárkeia) f (uncountable)
- (time): duration, length
- Το τεστ έχει διάρκεια δύο ώρες. ― To test échei diárkeia dýo óres. ― The test has a duration of two hours.
Declension
Declension of διάρκεια (diárkeia)
Related terms
- see: διαρκώ (diarkó, “to endure”)
Derived terms
- κατά τη διάρκεια (katá ti diárkeia, “during, for the duration of”)
- εισιτήριο διαρκείας n (eisitírio diarkeías, “season ticket”)
- στυλό διαρκείας m (styló diarkeías, “ballpoint pen”)