Definify.com

Definition 2024


συγκέντρωση

συγκέντρωση

Greek

Noun

συγκέντρωση (synkéntrosi) f (plural συγκέντρωση)

  1. centralisation (UK), centralization (US)
  2. mental concentration
  3. congregation (large gathering of people)
  4. assembly (legislative body)
  5. (chemistry) concentration
  6. (accounting) accumulation
  7. gathering
    ασχολούμαι με τη συγκέντρωση αποδείξεων για την αθωότητα του κατηγορούμενου
    I am working on gathering evidence for the innocence of the accused

Declension

Related terms