Definify.com
Definition 2024
συγκέντρωση
συγκέντρωση
Greek
Noun
συγκέντρωση • (synkéntrosi) f (plural συγκέντρωση)
- centralisation (UK), centralization (US)
- mental concentration
- congregation (large gathering of people)
- assembly (legislative body)
- (chemistry) concentration
- (accounting) accumulation
- gathering
- ασχολούμαι με τη συγκέντρωση αποδείξεων για την αθωότητα του κατηγορούμενου
- I am working on gathering evidence for the innocence of the accused
- ασχολούμαι με τη συγκέντρωση αποδείξεων για την αθωότητα του κατηγορούμενου
Declension
declension of συγκέντρωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συγκέντρωση | συγκεντρώσεις |
genitive | συγκέντρωσης / συγκεντρώσεως | συγκεντρώσεων |
accusative | συγκέντρωση | συγκεντρώσεις |
vocative | συγκέντρωση | συγκεντρώσεις |
Related terms
- αποκέντρωση f (apokéntrosi, “decentralisation”)
- αποκεντρώνω (apokentróno, “to decentralise”)
- συγκεντρώνω (synkentróno, “to centralise”)