Definify.com
Definition 2024
συγκεντρώνω
συγκεντρώνω
Greek
Verb
συγκεντρώνω • (synkentróno) (simple past συγκέντρωσα, passive form συγκεντρώνομαι)
- gather, collect, bring together
- centralise (UK), centralize (US),
Conjugation
συγκεντρώνω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | συγκεντρώνω | συγκέντρωνα | θα συγκεντρώνω | να συγκεντρώνω | |
2s | συγκεντρώνεις | συγκέντρωνες | θα συγκεντρώνεις | να συγκεντρώνεις | συγκέντρωνε |
3s | συγκεντρώνει | συγκέντρωνε | θα συγκεντρώνει | να συγκεντρώνει | |
1p | συγκεντρώνουμε, συγκεντρώνομε | συγκεντρώναμε | θα συγκεντρώνουμε, συγκεντρώνομε | να συγκεντρώνουμε, συγκεντρώνομε | |
2p | συγκεντρώνετε | συγκεντρώνατε | θα συγκεντρώνετε | να συγκεντρώνετε | συγκεντρώνετε |
3p | συγκεντρώνουν, συγκεντρώνουνε | συγκέντρωναν, συγκεντρώναν, συγκεντρώνανε | θα συγκεντρώνουν, συγκεντρώνουνε | να συγκεντρώνουν, συγκεντρώνουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | συγκεντρώσω | συγκέντρωσα | θα συγκεντρώσω | να συγκεντρώσω | |
2s | συγκεντρώσεις | συγκέντρωσες | θα συγκεντρώσεις | να συγκεντρώσεις | συγκέντρωσε |
3s | συγκεντρώσει | συγκέντρωσε | θα συγκεντρώσει | να συγκεντρώσει | |
1p | συγκεντρώσουμε, συγκεντρώσομε | συγκεντρώσαμε | θα συγκεντρώσουμε, συγκεντρώσομε | να συγκεντρώσουμε, συγκεντρώσομε | |
2p | συγκεντρώσετε | συγκεντρώσατε | θα συγκεντρώσετε | να συγκεντρώσετε | συγκεντρώστε |
3p | συγκεντρώσουν, συγκεντρώσουνε | συγκέντρωσαν, συγκεντρώσαν, συγκεντρώσανε | θα συγκεντρώσουν, συγκεντρώσουνε | να συγκεντρώσουν, συγκεντρώσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω συγκεντρώσει | είχα συγκεντρώσει | θα έχω συγκεντρώσει | να έχω συγκεντρώσει | |
2s | έχεις συγκεντρώσει | είχες συγκεντρώσει | θα έχεις συγκεντρώσει | να έχεις συγκεντρώσει | |
3s | έχει συγκεντρώσει | είχε συγκεντρώσει | θα έχει συγκεντρώσει | να έχει συγκεντρώσει | |
1p | έχουμε συγκεντρώσει | είχαμε συγκεντρώσει | θα έχουμε συγκεντρώσει | να έχουμε συγκεντρώσει | |
2p | έχετε συγκεντρώσει | είχατε συγκεντρώσει | θα έχετε συγκεντρώσει | να έχετε συγκεντρώσει | |
3p | έχουν συγκεντρώσει | είχαν συγκεντρώσει | θα έχουν συγκεντρώσει | να έχουν συγκεντρώσει | |
Participle: | συγκεντρώνοντας | Non-finite ‡ | συγκεντρώσει | 3, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Antonyms
- αποκεντρώνω (apokentróno, “to decentralise”)
Related terms
- αποκέντρωση f (apokéntrosi, “decentralisation”)
- συγκέντρωση f (synkéntrosi, “centralisation”)