Definify.com
Definition 2024
συγχρονίζομαι
συγχρονίζομαι
Greek
Verb
συγχρονίζομαι • (synchronízomai) (simple past συγχρονίστηκα, active form συγχρονίζω, passive)
- passive of συγχρονίζω (synchronízo)
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.