Definify.com
Definition 2024
συγχρονίζω
συγχρονίζω
Ancient Greek
Verb
συγχρονίζω • (sunkhronízō)
Descendants
- English: synchronize
References
- συγχρονίζω in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «συγχρονίζω» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
Greek
Etymology
From Ancient Greek συγχρονίζω (sunkhronízō), from σύγχρονος (súnkhronos), from συν- (sun-) + χρόνος (khrónos).
Verb
συγχρονίζω • (synchronízo) (simple past συγχρόνισα, passive form συγχρονίζομαι)
- synchronise (UK), synchronize (US)
- modernise
Conjugation
συγχρονίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | συγχρονίζω | συγχρόνιζα | θα συγχρονίζω | να συγχρονίζω | |
2s | συγχρονίζεις | συγχρόνιζες | θα συγχρονίζεις | να συγχρονίζεις | συγχρόνιζε |
3s | συγχρονίζει | συγχρόνιζε | θα συγχρονίζει | να συγχρονίζει | |
1p | συγχρονίζουμε, συγχρονίζομε | συγχρονίζαμε | θα συγχρονίζουμε, συγχρονίζομε | να συγχρονίζουμε, συγχρονίζομε | |
2p | συγχρονίζετε | συγχρονίζατε | θα συγχρονίζετε | να συγχρονίζετε | συγχρονίζετε |
3p | συγχρονίζουν, συγχρονίζουνε | συγχρόνιζαν, συγχρονίζαν, συγχρονίζανε | θα συγχρονίζουν, συγχρονίζουνε | να συγχρονίζουν, συγχρονίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | συγχρονίσω | συγχρόνισα | θα συγχρονίσω | να συγχρονίσω | |
2s | συγχρονίσεις | συγχρόνισες | θα συγχρονίσεις | να συγχρονίσεις | συγχρόνισε |
3s | συγχρονίσει | συγχρόνισε | θα συγχρονίσει | να συγχρονίσει | |
1p | συγχρονίσουμε, συγχρονίσομε | συγχρονίσαμε | θα συγχρονίσουμε, συγχρονίσομε | να συγχρονίσουμε, συγχρονίσομε | |
2p | συγχρονίσετε | συγχρονίσατε | θα συγχρονίσετε | να συγχρονίσετε | συγχρονίστε |
3p | συγχρονίσουν, συγχρονίσουνε | συγχρόνισαν, συγχρονίσαν, συγχρονίσανε | θα συγχρονίσουν, συγχρονίσουνε | να συγχρονίσουν, συγχρονίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω συγχρονίσει | είχα συγχρονίσει | θα έχω συγχρονίσει | να έχω συγχρονίσει | |
2s | έχεις συγχρονίσει | είχες συγχρονίσει | θα έχεις συγχρονίσει | να έχεις συγχρονίσει | |
3s | έχει συγχρονίσει | είχε συγχρονίσει | θα έχει συγχρονίσει | να έχει συγχρονίσει | |
1p | έχουμε συγχρονίσει | είχαμε συγχρονίσει | θα έχουμε συγχρονίσει | να έχουμε συγχρονίσει | |
2p | έχετε συγχρονίσει | είχατε συγχρονίσει | θα έχετε συγχρονίσει | να έχετε συγχρονίσει | |
3p | έχουν συγχρονίσει | είχαν συγχρονίσει | θα έχουν συγχρονίσει | να έχουν συγχρονίσει | |
Participle: | συγχρονίζοντας | Non-finite ‡ | συγχρονίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- see: σύγχρονος (sýnchronos, “synchronous”)