Definify.com
Definition 2024
συζυγικός
συζυγικός
Greek
Adjective
συζυγικός • (syzygikós) m (feminine συζυγική, neuter συζυγικό)
Declension
positive forms of συζυγικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συζυγικός | συζυγική | συζυγικό | συζυγικοί | συζυγικές | συζυγικά |
genitive | συζυγικού | συζυγικής | συζυγικού | συζυγικών | συζυγικών | συζυγικών |
accusative | συζυγικό | συζυγική | συζυγικό | συζυγικούς | συζυγικές | συζυγικά |
vocative | συζυγικέ | συζυγική | συζυγικό | συζυγικοί | συζυγικές | συζυγικά |