Definify.com
Definition 2024
συκοφάντης
συκοφάντης
Greek
Noun
συκοφάντης • (sykofántis) m (feminine συκοφάντισσα or συκοφάντρια)
Related terms
- συκοφάντηση (sykofántisi)
- συκοφαντία (sykofantía)
- συκοφαντικός (sykofantikós)
- συκοφαντώ (sykofantó)
Usage notes
- συκοφάντης is a false friend, and does not have the nowadays meaning of English sycophant.