Definify.com

Definition 2024


συλλέκτης

συλλέκτης

Greek

Noun

συλλέκτης (sylléktis) m (plural συλλέκτες, feminine συλλέκτρια)

  1. collector (person who collects things)
  2. collector (apparatus for collecting things)
    ηλιακός συλλέκτης (solar collector)

Declension