Definify.com
Definition 2024
συλλέκτρια
συλλέκτρια
Greek
Noun
συλλέκτρια • (sylléktria) f (plural συλλέκτριες, masculine συλλέκτης)
- collector (person who collects things)
Declension
declension of συλλέκτρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συλλέκτρια | συλλέκτριες |
genitive | συλλέκτριας | συλλεκτριών |
accusative | συλλέκτρια | συλλέκτριες |
vocative | συλλέκτρια | συλλέκτριες |