Definify.com
Definition 2024
συμπάθεια
συμπάθεια
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /sympáθia/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /sympáθia/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /sĩbáθia/
Noun
συμπάθεια • (sumpátheia) f (genitive συμπαθείας); first declension
Inflection
First declension of συμπάθειᾰ, συμπαθείᾱς
Case / # | Singular | Dual | Plural |
---|---|---|---|
Nominative | συμπάθειᾰ | συμπαθείᾱ | συμπάθειαι |
Genitive | συμπαθείᾱς | συμπαθείαιν | συμπαθειῶν |
Dative | συμπαθείᾳ | συμπαθείαιν | συμπαθείαις |
Accusative | συμπάθειᾰν | συμπαθείᾱ | συμπαθείᾱς |
Vocative | συμπάθειᾰ | συμπαθείᾱ | συμπάθειαι |
Descendants
References
- συμπάθεια in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «συμπάθεια» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
Greek
Noun
συμπάθεια • (sympátheia) f (plural συμπάθειες)
- fellow feeling, sympathy
Declension
declension of συμπάθεια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συμπάθεια | συμπάθειες |
genitive | συμπάθειας | συμπαθειών |
accusative | συμπάθεια | συμπάθειες |
vocative | συμπάθεια | συμπάθειες |
Related terms
- συμπαθητικός (sympathitikós, “sympathetic”)
- συμπαθώ (sympathó, “to sympathise”)
- συμπάσχω (sympáscho, “to empathise”)
Antonyms
- αντιπάθεια (antipátheia)