Definify.com
Definition 2024
συμπαθητικός
συμπαθητικός
Greek
Adjective
συμπαθητικός • (sympathitikós) m (feminine συμπαθητική, neuter συμπαθητικό)
Declension
positive forms of συμπαθητικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συμπαθητικός | συμπαθητική | συμπαθητικό | συμπαθητικοί | συμπαθητικές | συμπαθητικά |
genitive | συμπαθητικού | συμπαθητικής | συμπαθητικού | συμπαθητικών | συμπαθητικών | συμπαθητικών |
accusative | συμπαθητικό | συμπαθητική | συμπαθητικό | συμπαθητικούς | συμπαθητικές | συμπαθητικά |
vocative | συμπαθητικέ | συμπαθητική | συμπαθητικό | συμπαθητικοί | συμπαθητικές | συμπαθητικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συμπαθητικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συμπαθητικός, etc.) |