Definify.com
Definition 2024
συμφωνικό_ποίημα
συμφωνικό ποίημα
Greek
Noun
συμφωνικό ποίημα • (symfonikó poíima) n (plural συμφωνικά ποιήματα)
Declension
- see: συμφωνικός (symfonikós) and ποίημα (poíima)
External links
- συμφωνικό ποίημα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el