Definify.com
Definition 2024
συμφωνικός
συμφωνικός
Greek
Adjective
συμφωνικός • (symfonikós) m (feminine συμφωνική, neuter συμφωνικό)
Declension
positive forms of συμφωνικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συμφωνικός | συμφωνική | συμφωνικό | συμφωνικοί | συμφωνικές | συμφωνικά |
genitive | συμφωνικού | συμφωνικής | συμφωνικού | συμφωνικών | συμφωνικών | συμφωνικών |
accusative | συμφωνικό | συμφωνική | συμφωνικό | συμφωνικούς | συμφωνικές | συμφωνικά |
vocative | συμφωνικέ | συμφωνική | συμφωνικό | συμφωνικοί | συμφωνικές | συμφωνικά |
Related terms
- συμφωνικό ποίημα n (symfonikó poíima, “symphonic poem”)