Definify.com
Definition 2024
συναλλαγματική
συναλλαγματική
Greek
Noun
συναλλαγματική • (synallagmatikí) f (plural συναλλαγματικές)
- (finance) banker's draft, bill of exchange
Declension
declension of συναλλαγματική
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συναλλαγματική | συναλλαγματικές |
genitive | συναλλαγματικής | συναλλαγματικών |
accusative | συναλλαγματική | συναλλαγματικές |
vocative | συναλλαγματική | συναλλαγματικές |
See also
- λογαριασμός m (logariasmós, “bill, account”)
- τιμολόγιο n (timológio, “invoice”)