Definify.com
Definition 2024
συνεργάσιμος
συνεργάσιμος
Greek
Adjective
συνεργάσιμος • (synergásimos) m (feminine συνεργάσιμη, neuter συνεργάσιμο)
- cooperative (willing to cooperate, give joint effort to a common purpose)
- cooperative (willing to do as you are requested)
Declension
positive forms of συνεργάσιμος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συνεργάσιμος | συνεργάσιμη | συνεργάσιμο | συνεργάσιμοι | συνεργάσιμες | συνεργάσιμα |
genitive | συνεργάσιμου | συνεργάσιμης | συνεργάσιμου | συνεργάσιμων | συνεργάσιμων | συνεργάσιμων |
accusative | συνεργάσιμο | συνεργάσιμη | συνεργάσιμο | συνεργάσιμους | συνεργάσιμες | συνεργάσιμα |
vocative | συνεργάσιμε | συνεργάσιμη | συνεργάσιμο | συνεργάσιμοι | συνεργάσιμες | συνεργάσιμα |
Coordinate terms
- συνεργατική f (synergatikí, “workers' cooperative, collective”)
- συνεργατικός (synergatikós, “cooperative - related to workers' control”, adj)
- συνεταιρισμός m (synetairismós, “cooperative - relating to the joint sale of products or purchase of goods”)
- συνεταιριστικός (synetairistikós, “cooperative - relating to the cooperative movement”, adj)