Definify.com

Definition 2024


συνεργάτης

συνεργάτης

Greek

Noun

συνεργάτης (synergátis) m (plural συνεργάτες, feminine συνεργάτρια or συνεργάτιδα)

  1. coworker, collaborator
  2. accomplice

Declension

Related terms

Synonyms