Definify.com
Definition 2024
συνουσία
συνουσία
Greek
Noun
συνουσία • (synousía) f (plural συνουσίες)
Declension
declension of συνουσία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συνουσία | συνουσίες |
genitive | συνουσίας | συνουσιών |
accusative | συνουσία | συνουσίες |
vocative | συνουσία | συνουσίες |
Synonyms
- ερωτική συνεύρεση f (erotikí synévresi)
- ερωτική επαφή f (erotikí epafí)
- ζευγάρωμα n (zevgároma)
- σεξ n (sex)
External links
- συνουσία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el