Definify.com
Definition 2024
συντέμνουσα
συντέμνουσα
Greek
Noun
συντέμνουσα • (syntémnousa) f
- (trigonometry) cosecant
Declension
declension of συντέμνουσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συντέμνουσα | συντέμνουσες |
genitive | συντέμνουσας | συντεμνουσών |
accusative | συντέμνουσα | συντέμνουσες |
vocative | συντέμνουσα | συντέμνουσες |
Synonyms
- στεμ (stem, “cosec”) (symbol)
See also
- τριγωνομετρικές συναρτήσεις (trigonometrikés synartíseis, “trigonometric functions”)
|
|
External links
- Τριγωνομετρική συνάρτηση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el