Definify.com
Definition 2024
συντροφιά
συντροφιά
Greek
Noun
συντροφιά • (syntrofiá) f (plural συντροφιές)
Declension
declension of συντροφιά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συντροφιά | συντροφιές |
genitive | συντροφιάς | συντροφιών |
accusative | συντροφιά | συντροφιές |
vocative | συντροφιά | συντροφιές |