Definify.com
Definition 2024
συνώνυμος
συνώνυμος
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /synónymos/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /synónymos/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /sinónimos/
Adjective
συνώνυμος • (sunṓnumos) m, f (neuter συνώνυμον); second declension
- Having the same name
- Having only one meaning: univocal
- synonymous
Inflection
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine / Feminine | Neuter | Masculine / Feminine | Neuter | Masculine / Feminine | Neuter | ||||||
Nominative | συνώνυμος | συνώνυμον | συνωνύμω | συνωνύμω | συνώνυμοι | συνώνυμα | ||||||
Genitive | συνωνύμου | συνωνύμου | συνωνύμοιν | συνωνύμοιν | συνωνύμων | συνωνύμων | ||||||
Dative | συνωνύμῳ | συνωνύμῳ | συνωνύμοιν | συνωνύμοιν | συνωνύμοις | συνωνύμοις | ||||||
Accusative | συνώνυμον | συνώνυμον | συνωνύμω | συνωνύμω | συνωνύμους | συνώνυμα | ||||||
Vocative | συνώνυμε | συνώνυμον | συνωνύμω | συνωνύμω | συνώνυμοι | συνώνυμα | ||||||
Descendants
- See also descendants of συνώνυμον (sunṓnumon)
References
- συνώνυμος in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «συνώνυμος» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- Woodhouse, S. C. (1910) English-Greek Dictionary: A Vocabulary of the Attic Language, London: Routledge & Kegan Paul Limited.
- name idem, page 550.
- synonymous idem, page 851.
Greek
Adjective
συνώνυμος • (synónymos) m (feminine συνώνυμη)
Declension
positive forms of συνώνυμος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συνώνυμος | συνώνυμη | συνώνυμο | συνώνυμοι | συνώνυμες | συνώνυμα |
genitive | συνώνυμου | συνώνυμης | συνώνυμου | συνώνυμων | συνώνυμων | συνώνυμων |
accusative | συνώνυμο | συνώνυμη | συνώνυμο | συνώνυμους | συνώνυμες | συνώνυμα |
vocative | συνώνυμε | συνώνυμη | συνώνυμο | συνώνυμοι | συνώνυμες | συνώνυμα |
Related terms
See also
- αντώνυμο n (antónymo, “antonym”)