Definify.com
Definition 2024
συρμός
συρμός
Greek
Noun
συρμός • (syrmós) m (plural συρμοί)
- train (railway engine and carriages as a whole)
- mild epidemic
- fashion
- ενδύματα του τελευταίου συρμού των Παρισίων (clothing of the latest Parish fashion)
Declension
declension of συρμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συρμός | συρμοί |
genitive | συρμού | συρμών |
accusative | συρμό | συρμούς |
vocative | συρμέ | συρμοί |
Synonyms
- (train): τρένο n (tréno)
- (train): αμαξοστοιχία f (amaxostoichía)
- (fashion): μόδα f (móda)
- (epidemic): επιδημία f (epidimía)
- (epidemic): συρμή f (syrmí)
See also
- σιδηρόδρομος m (sidiródromos, “railway”)