Definify.com
Definition 2024
συσσωρευτής
συσσωρευτής
Greek
Noun
συσσωρευτής • (syssoreftís) m (plural συσσωρευτές)
- (automotive, electricity) accumulator, car battery, wet cell
Declension
declension of συσσωρευτής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συσσωρευτής | συσσωρευτές |
genitive | συσσωρευτή | συσσωρευτών |
accusative | συσσωρευτή | συσσωρευτές |
vocative | συσσωρευτή | συσσωρευτές |
Related terms
- συσσωρεύω (syssorévo, “to accumulate”)
See also
- μπαταρία f (bataría, “battery”)