Definify.com
Definition 2024
συσσωρεύω
συσσωρεύω
Greek
Verb
συσσωρεύω • (syssorévo) (simple past συσσώρευσα, passive form συσσωρεύομαι)
Conjugation
συσσωρεύω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | συσσωρεύω | συσσώρευα | θα συσσωρεύω | να συσσωρεύω | |
2s | συσσωρεύεις | συσσώρευες | θα συσσωρεύεις | να συσσωρεύεις | συσσώρευε |
3s | συσσωρεύει | συσσώρευε | θα συσσωρεύει | να συσσωρεύει | |
1p | συσσωρεύουμε, συσσωρεύομε | συσσωρεύαμε | θα συσσωρεύουμε, συσσωρεύομε | να συσσωρεύουμε, συσσωρεύομε | |
2p | συσσωρεύετε | συσσωρεύατε | θα συσσωρεύετε | να συσσωρεύετε | συσσωρεύετε |
3p | συσσωρεύουν, συσσωρεύουνε | συσσώρευαν, συσσωρεύαν, συσσωρεύανε | θα συσσωρεύουν, συσσωρεύουνε | να συσσωρεύουν, συσσωρεύουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | συσσωρεύσω | συσσώρευσα | θα συσσωρεύσω | να συσσωρεύσω | |
2s | συσσωρεύσεις | συσσώρευσες | θα συσσωρεύσεις | να συσσωρεύσεις | συσσώρευσε |
3s | συσσωρεύσει | συσσώρευσε | θα συσσωρεύσει | να συσσωρεύσει | |
1p | συσσωρεύσουμε, συσσωρεύσομε | συσσωρεύσαμε | θα συσσωρεύσουμε, συσσωρεύσομε | να συσσωρεύσουμε, συσσωρεύσομε | |
2p | συσσωρεύσετε | συσσωρεύσατε | θα συσσωρεύσετε | να συσσωρεύσετε | συσσωρεύστε, συσσωρεύτε |
3p | συσσωρεύσουν, συσσωρεύσουνε | συσσώρευσαν, συσσωρεύσαν, συσσωρεύσανε | θα συσσωρεύσουν, συσσωρεύσουνε | να συσσωρεύσουν, συσσωρεύσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω συσσωρεύσει | είχα συσσωρεύσει | θα έχω συσσωρεύσει | να έχω συσσωρεύσει | |
2s | έχεις συσσωρεύσει | είχες συσσωρεύσει | θα έχεις συσσωρεύσει | να έχεις συσσωρεύσει | έχε συσσωρευμένο |
3s | έχει συσσωρεύσει | είχε συσσωρεύσει | θα έχει συσσωρεύσει | να έχει συσσωρεύσει | |
1p | έχουμε συσσωρεύσει | είχαμε συσσωρεύσει | θα έχουμε συσσωρεύσει | να έχουμε συσσωρεύσει | |
2p | έχετε συσσωρεύσει | είχατε συσσωρεύσει | θα έχετε συσσωρεύσει | να έχετε συσσωρεύσει | έχετε συσσωρευμένο |
3p | έχουν συσσωρεύσει | είχαν συσσωρεύσει | θα έχουν συσσωρεύσει | να έχουν συσσωρεύσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) συσσωρευμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) συσσωρευμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) συσσωρευμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) συσσωρευμένο | ||||
Participle: | συσσωρεύοντας | Non-finite ‡ | συσσωρεύσει | 17, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- συσσωρευτής m (syssoreftís, “accumulator, battery”)