Definify.com
Definition 2025
σχοινοβάτης
σχοινοβάτης
Greek
Noun
σχοινοβάτης • (schoinovátis) m (plural σχοινοβάτες, feminine σχοινοβάτισσα)
Declension
declension of σχοινοβάτης
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | σχοινοβάτης | σχοινοβάτες | 
| genitive | σχοινοβάτη | σχοινοβατών | 
| accusative | σχοινοβάτη | σχοινοβάτες | 
| vocative | σχοινοβάτη | σχοινοβάτες |