Definify.com
Definition 2024
σχοινοβάτης
σχοινοβάτης
Greek
Noun
σχοινοβάτης • (schoinovátis) m (plural σχοινοβάτες, feminine σχοινοβάτισσα)
Declension
declension of σχοινοβάτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σχοινοβάτης | σχοινοβάτες |
genitive | σχοινοβάτη | σχοινοβατών |
accusative | σχοινοβάτη | σχοινοβάτες |
vocative | σχοινοβάτη | σχοινοβάτες |