Definify.com

Definition 2024


σχοινοβάτισσα

σχοινοβάτισσα

Greek

Noun

σχοινοβάτισσα (schoinovátissa) f (plural σχοινοβάτισσες, masculine σχοινοβάτης)

  1. tightrope walker, aerialist, highwire walker

Declension