Definify.com
Definition 2024
ταξιδιωτικός
ταξιδιωτικός
Greek
Adjective
ταξιδιωτικός • (taxidiotikós) m (feminine ταξιδιωτική, neuter ταξιδιωτικό)
Declension
positive forms of ταξιδιωτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ταξιδιωτικός | ταξιδιωτική | ταξιδιωτικό | ταξιδιωτικοί | ταξιδιωτικές | ταξιδιωτικά |
genitive | ταξιδιωτικού | ταξιδιωτικής | ταξιδιωτικού | ταξιδιωτικών | ταξιδιωτικών | ταξιδιωτικών |
accusative | ταξιδιωτικό | ταξιδιωτική | ταξιδιωτικό | ταξιδιωτικούς | ταξιδιωτικές | ταξιδιωτικά |
vocative | ταξιδιωτικέ | ταξιδιωτική | ταξιδιωτικό | ταξιδιωτικοί | ταξιδιωτικές | ταξιδιωτικά |
Related terms
- ταξιδιωτική επιταγή f (taxidiotikí epitagí, “traveller's cheque”)
- and see: ταξίδι n (taxídi, “journey”)