Definify.com
Definition 2024
ταξιθέτης
ταξιθέτης
Greek
Noun
ταξιθέτης • (taxithétis) m (plural ταξιθέτες, feminine ταξιθέτρια)
- usher (male; in theatre, cinema etc)
Declension
declension of ταξιθέτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ταξιθέτης | ταξιθέτες |
genitive | ταξιθέτη | ταηιθετών |
accusative | ταξιθέτη | ταξιθέτες |
vocative | ταξιθέτη | ταξιθέτες |