Definify.com
Definition 2024
ταξιθέτρια
ταξιθέτρια
Greek
Noun
ταξιθέτρια • (taxithétria) m (plural ταξιθέτριες, masculine ταξιθέτης)
Declension
declension of ταξιθέτρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ταξιθέτρια | ταξιθέτριες |
genitive | ταξιθέτριας | ταξιθετριών |
accusative | ταξιθέτρια | ταξιθέτριες |
vocative | ταξιθέτρια | ταξιθέτριες |