Definify.com
Definition 2024
ταπεινότητα
ταπεινότητα
Greek
Noun
ταπεινότητα • (tapeinótita) f (uncountable)
Declension
Declension of ταπεινότητα (tapeinótita)
singular | |
---|---|
nominative | ταπεινότητα |
genitive | ταπεινότητας |
accusative | ταπεινότητα |
vocative | ταπεινότητα |