Definify.com
Definition 2024
ταυτόχρονος
ταυτόχρονος
Greek
Adjective
ταυτόχρονος • (taftóchronos) m (feminine ταυτόχρονη, neuter ταυτόχρονο)
Declension
positive forms of ταυτόχρονος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ταυτόχρονος | ταυτόχρονη | ταυτόχρονο | ταυτόχρονοι | ταυτόχρονες | ταυτόχρονα |
genitive | ταυτόχρονου | ταυτόχρονης | ταυτόχρονου | ταυτόχρονων | ταυτόχρονων | ταυτόχρονων |
accusative | ταυτόχρονο | ταυτόχρονη | ταυτόχρονο | ταυτόχρονους | ταυτόχρονες | ταυτόχρονα |
vocative | ταυτόχρονε | ταυτόχρονη | ταυτόχρονο | ταυτόχρονοι | ταυτόχρονες | ταυτόχρονα |
Related terms
- ταυτόχρονα (taftóchrona, “simultaneously”)
Synonyms
- σύγχρονος (sýnchronos)