Definify.com
Definition 2024
ταχτική
ταχτική
Greek
Noun
ταχτική • (tachtikí) f (plural ταχτικές)
- Alternative form of τακτική (taktikí)
Declension
declension of ταχτική
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ταχτική | ταχτικές |
genitive | ταχτικής | ταχτικών |
accusative | ταχτική | ταχτικές |
vocative | ταχτική | ταχτικές |
Related terms
- ταχτικός (tachtikós, “usual, frequent, tactical”)