Definify.com
Definition 2024
ταχτικός
ταχτικός
Greek
Adjective
ταχτικός • (tachtikós) m (feminine ταχτική, neuter ταχτικό)
- Alternative form of τακτικός (taktikós)
Declension
positive forms of ταχτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ταχτικός | ταχτική | ταχτικό | ταχτικοί | ταχτικές | ταχτικά |
genitive | ταχτικού | ταχτικής | ταχτικού | ταχτικών | ταχτικών | ταχτικών |
accusative | ταχτικό | ταχτική | ταχτικό | ταχτικούς | ταχτικές | ταχτικά |
vocative | ταχτικέ | ταχτική | ταχτικό | ταχτικοί | ταχτικές | ταχτικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ταχτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ταχτικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ταχτικότερος | ταχτικότερη | ταχτικότερο | ταχτικότεροι | ταχτικότερες | ταχτικότερα |
genitive | ταχτικότερου | ταχτικότερης | ταχτικότερου | ταχτικότερων | ταχτικότερων | ταχτικότερων |
accusative | ταχτικότερο | ταχτικότερη | ταχτικότερο | ταχτικότερους | ταχτικότερες | ταχτικότερα |
vocative | ταχτικότερε | ταχτικότερη | ταχτικότερο | ταχτικότεροι | ταχτικότερες | ταχτικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ταχτικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ταχτικότατος | ταχτικότατη | ταχτικότατο | ταχτικότατοι | ταχτικότατες | ταχτικότατα |
genitive | ταχτικότατου | ταχτικότατης | ταχτικότατου | ταχτικότατων | ταχτικότατων | ταχτικότατων |
accusative | ταχτικότατο | ταχτικότατη | ταχτικότατο | ταχτικότατους | ταχτικότατες | ταχτικότατα |
vocative | ταχτικότατε | ταχτικότατη | ταχτικότατο | ταχτικότατοι | ταχτικότατες | ταχτικότατα |
Related terms
- ταχτική f (tachtikí, “tactics”)