Definify.com
Definition 2024
τακτικός
τακτικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /taktikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /taktikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /taktikós/
Adjective
τακτικός • (taktikós) m (feminine τακτική, neuter τακτικόν); first/second declension
- fit for ordering or arranging, especially in war
- (generally) regulating
- (of numbers) ordinal
Inflection
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | τακτικός | τακτική | τακτικόν | τακτικώ | τακτικᾱ́ | τακτικώ | τακτικοί | τακτικαί | τακτικᾰ́ | |||
Genitive | τακτικοῦ | τακτικῆς | τακτικοῦ | τακτικοῖν | τακτικαῖν | τακτικοῖν | τακτικῶν | τακτικῶν | τακτικῶν | |||
Dative | τακτικῷ | τακτικῇ | τακτικῷ | τακτικοῖν | τακτικαῖν | τακτικοῖν | τακτικοῖς | τακτικαῖς | τακτικοῖς | |||
Accusative | τακτικόν | τακτικήν | τακτικόν | τακτικώ | τακτικᾱ́ | τακτικώ | τακτικούς | τακτικᾱ́ς | τακτικᾰ́ | |||
Vocative | τακτικέ | τακτική | τακτικόν | τακτικώ | τακτικᾱ́ | τακτικώ | τακτικοί | τακτικαί | τακτικᾰ́ | |||
Related terms
Related terms
|
|
|
Descendants
References
- τακτικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- τακτικός in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- «τακτικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- Woodhouse, S. C. (1910) English-Greek Dictionary: A Vocabulary of the Attic Language, London: Routledge & Kegan Paul Limited.
- tactician idem, page 852.
Greek
Alternative forms
- ταχτικός (tachtikós)
Adjective
τακτικός • (taktikós) m (feminine τακτική, neuter τακτικό)
Declension
positive forms of τακτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τακτικός | τακτική | τακτικό | τακτικοί | τακτικές | τακτικά |
genitive | τακτικού | τακτικής | τακτικού | τακτικών | τακτικών | τακτικών |
accusative | τακτικό | τακτική | τακτικό | τακτικούς | τακτικές | τακτικά |
vocative | τακτικέ | τακτική | τακτικό | τακτικοί | τακτικές | τακτικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τακτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τακτικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τακτικότερος | τακτικότερη | τακτικότερο | τακτικότεροι | τακτικότερες | τακτικότερα |
genitive | τακτικότερου | τακτικότερης | τακτικότερου | τακτικότερων | τακτικότερων | τακτικότερων |
accusative | τακτικότερο | τακτικότερη | τακτικότερο | τακτικότερους | τακτικότερες | τακτικότερα |
vocative | τακτικότερε | τακτικότερη | τακτικότερο | τακτικότεροι | τακτικότερες | τακτικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο τακτικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τακτικότατος | τακτικότατη | τακτικότατο | τακτικότατοι | τακτικότατες | τακτικότατα |
genitive | τακτικότατου | τακτικότατης | τακτικότατου | τακτικότατων | τακτικότατων | τακτικότατων |
accusative | τακτικότατο | τακτικότατη | τακτικότατο | τακτικότατους | τακτικότατες | τακτικότατα |
vocative | τακτικότατε | τακτικότατη | τακτικότατο | τακτικότατοι | τακτικότατες | τακτικότατα |