Definify.com
Definition 2024
τετραχλωράνθρακας
τετραχλωράνθρακας
Greek
Noun
τετραχλωράνθρακας • (tetrachloránthrakas) m (uncountable)
- (organic chemistry) carbon tetrachloride, tetrachloromethane
Declension
Declension of τετραχλωράνθρακας (tetrachloránthrakas)
singular | |
---|---|
nominative | τετραχλωράνθρακας |
genitive | τετραχλωράνθρακα |
accusative | τετραχλωράνθρακα |
vocative | τετραχλωράνθρακα |
Synonyms
- τετραχλωρομεθάνιο n (tetrachloromethánio)