Definify.com
Definition 2024
τεχνική
τεχνική
Greek
Noun
τεχνική • (technikí) f (plural τεχνικές)
Declension
declension of τεχνική
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τεχνική | τεχνικές |
genitive | τεχνικής | τεχνικών |
accusative | τεχνική | τεχνικές |
vocative | τεχνική | τεχνικές |
Related terms
- see: τέχνη f (téchni, “craftsmanship, art”)
Adjective
τεχνική • (technikí)
- Nominative, accusative and vocative feminine singular form of τεχνικός (technikós).