Definify.com
Definition 2024
τεχνικός
τεχνικός
Greek
Adjective
τεχνικός • (technikós) m (feminine τεχνική, neuter τεχνικό)
Declension
positive forms of τεχνικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τεχνικός | τεχνική | τεχνικό | τεχνικοί | τεχνικές | τεχνικά |
genitive | τεχνικού | τεχνικής | τεχνικού | τεχνικών | τεχνικών | τεχνικών |
accusative | τεχνικό | τεχνική | τεχνικό | τεχνικούς | τεχνικές | τεχνικά |
vocative | τεχνικέ | τεχνική | τεχνικό | τεχνικοί | τεχνικές | τεχνικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τεχνικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τεχνικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τεχνικότερος | τεχνικότερη | τεχνικότερο | τεχνικότεροι | τεχνικότερες | τεχνικότερα |
genitive | τεχνικότερου | τεχνικότερης | τεχνικότερου | τεχνικότερων | τεχνικότερων | τεχνικότερων |
accusative | τεχνικότερο | τεχνικότερη | τεχνικότερο | τεχνικότερους | τεχνικότερες | τεχνικότερα |
vocative | τεχνικότερε | τεχνικότερη | τεχνικότερο | τεχνικότεροι | τεχνικότερες | τεχνικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο τεχνικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τεχνικότατος | τεχνικότατη | τεχνικότατο | τεχνικότατοι | τεχνικότατες | τεχνικότατα |
genitive | τεχνικότατου | τεχνικότατης | τεχνικότατου | τεχνικότατων | τεχνικότατων | τεχνικότατων |
accusative | τεχνικότατο | τεχνικότατη | τεχνικότατο | τεχνικότατους | τεχνικότατες | τεχνικότατα |
vocative | τεχνικότατε | τεχνικότατη | τεχνικότατο | τεχνικότατοι | τεχνικότατες | τεχνικότατα |
Related terms
- see: τέχνη f (téchni, “craftsmanship, art”)
Noun
τεχνικός • (technikós) m (plural τεχνικοί)
Declension
declension of τεχνικός
Synonyms
- τεχνίτης m (technítis)