Definify.com
Definition 2024
τζίτζικας
τζίτζικας
Greek
Alternative forms
- τζιτζίκι n (tzitzíki)
Noun
τζίτζικας • (tzítzikas) m (plural τζίτζικες)
- cicada
- Ο τζίτζικας ζει στα δέντρα. ― O tzítzikas zei sta déntra. ― The cicada lives in the trees.
- αρκετά θερμό για να σκάσει ένα τζιτζίκι ― arketá thermó gia na skásei éna tzitzíki ― hot enough to pop a cicada (expression)
Declension
declension of τζίτζικας
Derived terms
- τζιτζικάκι n (tzitzikáki) (diminutive form)