Definify.com
Definition 2024
τηλεγράφημα
τηλεγράφημα
Greek
Noun
τηλεγράφημα • (tilegráfima) n (plural τηλεγραφήματα)
- telegram (telegraphed message)
Declension
declension of τηλεγράφημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τηλεγράφημα | τηλεγραφήματα |
genitive | τηλεγραφήματος | τηλεγραφημάτων |
accusative | τηλεγράφημα | τηλεγραφήματα |
vocative | τηλεγράφημα | τηλεγραφήματα |
Related terms
- τηλέφωνο n (tiléfono, “telephone”)
- τηλεφωνητής m (tilefonitís, “telephonist, telegraphist”)
- τηλεφωνήτρια m (tilefonítria, “telephonist, telegraphist”)
External links
- Τηλεγραφία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el