Definify.com
Definition 2024
τοξικομανής
τοξικομανής
Greek
Adjective
τοξικομανής • (toxikomanís) m (feminine τοξικομανής, neuter τοξικομανές)
Declension
positive forms of τοξικομανής
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τοξικομανής | τοξικομανής | τοξικομανές | τοξικομανείς | τοξικομανείς | τοξικομανή |
genitive | τοξικομανούς | τοξικομανούς | τοξικομανούς | τοξικομανών | τοξικομανών | τοξικομανών |
accusative | τοξικομανή | τοξικομανή | τοξικομανές | τοξικομανείς | τοξικομανείς | τοξικομανή |
Noun
τοξικομανής • (toxikomanís) m, f (plural τοξικομανείς)
Declension
declension of τοξικομανής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τοξικομανής | τοξικομανές |
genitive | τοξικομανή | τοξικομανών |
accusative | τοξικομανή | τοξικομανές |
vocative | τοξικομανή | τοξικομανές |
Related terms
- τοξικομανία f (toxikomanía, “drug addiction”)